τέττιξ

τέττιξ
ο, ΝΜΑ
λόγια, σήμερα, ονομασία τού τζιτζικιού
αρχ.
1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα οι ευγενείς Αθηναίοι, ιδίως οι έφηβοι
2. μέρος τού αφτιού
3. κωμική ονομασία που έδιναν στους ξένους μαγείρους
4. φρ. «τέττιξ ἐνάλιος» — είδος αστακού
5. παροιμ. α) «τέττιγα πτεροῡ εἴληφας» — λεγόταν για λάλο άνθρωπο
β) «ἀκάνθιος τέττιξ» — λεγόταν για σιωπηλό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εμφανίζει επίθημα -ιξ (πρβλ. μάστ-ιξ, πέρδ-ιξ). Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. τιτιγ- ενός αμάρτυρου τ. *τιτιγ-ών (πρβλ. τιτιγόνιον), μέσω ενός τ. *τίττιξ με εκφραστικό διπλασιασμό του -τ- και ανομοιωτική τροπή τού -ι- σε -ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τέττιξ — τέττῑξ , τέττιξ cicala masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… …   Dictionary of Greek

  • τεττίγιον — τὸ, Α [τέττιξ, ιγος] 1. μικρός τέττιξ, μικρός τζίτζικας 2. νόμισμα πάνω στο οποίο απεικονιζόταν μικρός τέττιξ …   Dictionary of Greek

  • τέττιγ' — τέττῑγα , τέττιξ cicala masc acc sg τέττῑγι , τέττιξ cicala masc dat sg τέττῑγε , τέττιξ cicala masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… …   Dictionary of Greek

  • τεττιγομήτρα — η, ΝΑ το κέλυφος μέσα στο οποίο υπάρχει ο τέττιξ, όταν είναι ακόμη στο στάδιο τής προνύμφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + μήτρα] …   Dictionary of Greek

  • кречет — укр. кречет вид сокола , русск. цслав. кречетъ τέττιξ, польск. krzeczot – то же. Звукоподражательное; ср. крек, крехтать. Аналогичны лит. kirklỹs крикун; сверчок , kirkiù, kir̃kti пронзительно кричать , греч. κέρκνος ̇ἱέραξ η ἀλεκτρυών… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • щур — I I – птица Lохiа еnuсlеаtоr ; стриж, Hirundo riparia , кузнечик , укр. щур стриж , др. русск. щуръ – название птицы, цслав. щуръ τέττιξ, также в знач. ласточка , болг. щурец кузнечик (Чукалов), словен. ščurǝk кузнечик , чеш. štir скорпион , слвц …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Sauterelle (insecte) — Pour les articles homonymes, voir Sauterelle. Nom vernaculaire ou nom normalisé ambigu : Le terme «  Sauterelle  » s applique en français à plusieurs taxons distincts …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”